Παιδί στον αέρα, σαν σε μια βάφτιση.
Παιδί στον αέρα, εργαλείο, όχι εναντίον κάποιου συγκεκριμένα.
Παιδί στον αέρα εναντίον όλων εκείνων που στερούν από αυτό το ίδιο παιδί τα δικαιώματά του, την ισότητά του με τα παιδιά εκείνων που χτίζουν φράχτες, με τα παιδιά εκείνων που το λυπούνται αλλά δεν το θέλουν.
Παιδί στον αέρα επειδή ακυρώθηκε ο λόγος για τον οποίο γεννήθηκε, δηλαδή να έχει χαρές, φαγητό, μόρφωση, πατρίδα, ευκαιρίες, να είναι ίσος προς ίσον.
Παιδί στον αέρα επειδή ο γονιός μπούχτισε από το τσιμέντο του λιμανιού ή τις λάσπες των χωραφιών, αηδίασε από την έλλειψη πολιτισμού των πολιτισμένων, απώλεσε σπίτι, χώματα, αέρα της πατρίδας του.
Παιδί στον αέρα γιατί ο οίκτος δεν αξίζει σε κανέναν άνθρωπο και η βία εναντίον τού “βιασμένου” θρυμματίζει και τον τελευταίο κόκκο δικαιοσύνης και κοινής λογικής.
Παιδί στον αέρα γιατί τού δώσανε επίθετα απάνθρωπα, το είπανε πρόσφυγα, μετανάστη, λαθρομετανάστη, ανεπιθύμητο κι εκείνο αν μπορούσε να εκφραστεί θα ήθελε μόνο τού πατέρα του.
Παιδί στον αέρα χωρίς αέρα, χωρίς στον ήλιο μοίρα, χωρίς να θέλει, χωρίς να μπορεί, χωρίς να ξέρει πού, πώς, πότε και αν θα ζήσει.
Παιδί στον αέρα, παιδί που διασώθηκε από τα όπλα, τους όλμους, τα σιντρίμια των σπιτιών, τα κύμματα της θάλασσας, τον καϋμό της μήτρας που το γέννησε με αντοχή, πείσμα και αποφασιστικότητα.
Παιδί που διασώθηκε αλλά δεν σώθηκε.
Παιδί που κινδύνεψε να πετάξει για μια και μοναδική φορά γιατί τα φτερά του είναι ήδη από την γέννησή του κομμένα.
Παιδί που πριν να διδαχθεί τί είναι ειρήνη, φιλία, αγάπη και ένωση, πετάχτηκε στη σκηνή ενός λιμανιού ή “χώρου υποδοχής”, με απόφαση μιας ένωσης χωρών, μιας φωλιάς φιδιών.
Παιδί που επιβιώνει. Απλώς. Για την ώρα.
Που ακόμα δεν απειλεί να αυτοκτονήσει από απελπισία.
Που ακόμα δεν σηκώνει το παιδί του στον αέρα από σκισμένο δίκιο και απόγνωση.